φωτεινοτέρα

φωτεινοτέρα
φωτεινοτέρᾱ , φωτεινός
shining
fem nom/voc/acc comp dual
φωτεινοτέρᾱ , φωτεινός
shining
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωτεινότερα — φωτεινός shining neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινοτέρας — φωτεινοτέρᾱς , φωτεινός shining fem acc comp pl φωτεινοτέρᾱς , φωτεινός shining fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτεινοτέραν — φωτεινοτέρᾱν , φωτεινός shining fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”